-
1 ежегодник
См. также в других словарях:
ανάτυπο — το έκδοση σε ιδιαίτερο τεύχος μελέτης που δημοσιεύτηκε σε επετηρίδα, περιοδικό κτλ.: Μου έστειλαν μερικά ανάτυπα της μελέτης μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)